- Ἱμίλκων
- Ἱμίλκωνmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιμίλκων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαίας Καρχηδόνας. 1. Καρχηδόνιος ναύαρχος (5ος αι. π.Χ.). Εξερεύνησε τις δυτικές ακτές της Ευρώπης, την εποχή που ο Άννων περιέπλεε τις δυτικές ακτές της Αφρικής. 2. Καρχηδόνιος στρατηγός (5ος 4ος αι. π.Χ.). Ανιψιός … Dictionary of Greek
Himilcón (general) — Himilcón (Ιμιλκων) fue un general cartaginés, al mando de la guarnición de Lilibea durante la Primera Guerra Púnica. Se desconoce el momento exacto en que le fue otorgado el mando, aunque ya lo ostentaba en 250 a. C. Tras la gran… … Wikipedia Español
ГИМИЛЬКОН — • Himilco, Ίμίλκων, карфагенское имя: 1. мореплаватель, предпринимавший дальние и продолжительные путешествия вдоль африканского берега. Plin. 2, 67; 2. полководец карфагенян, несчастливо сражался в 406 г. до Р. X. в… … Реальный словарь классических древностей
Himilcón (217 a. C.) — Himilcón (Himilcón, Ἱμίλκων) fue un general cartaginés que dirigía la flota[1] de Asdrúbal Barca en Hispania en 217 a. C.. Fue atacado por Cneo Cornelio Escipión Calvo en la boca del Ebro y derrotado, entre 35 y 40 barcos fueron capturados por… … Wikipedia Español
Πεδίαρχος — Αρχηγός των τοξοτών του Γέλωνα στην εισβολή του Ιμίλκωνα της Καρχηδόνας στη Σικελία. Ο Π. έντυσε ένοπλους άντρες στα λευκά και τους έστειλε να κάνουν θυσίες κοντά στο εχθρικό στρατόπεδο. Ο Ιμίλκων έσπευσε να τους μιμηθεί, αλλά οι λευκοφορεμένοι… … Dictionary of Greek